Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανορεξία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανορεξία [anɔrɛˈksia] SUBST θηλ

1. ανορεξία (έλλειψη όρεξης για φαγητό):

ανορεξία
έχω ανορεξία
νευρική ανορεξία
Magersucht θηλ

2. ανορεξία (έλλειψη διάθεσης):

ανορεξία
Lustlosigkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανορεξία

έχω ανορεξία
νευρική ανορεξία
Magersucht θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский