Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντρειωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντρειωμένος [andriɔˈmɛnɔs]

αντρειωμένος s. ανδρειωμένος

Βλέπε και: ανδρειωμένος

ανδρειωμέν|ος <-η, -ο> [anðriɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский