Ελληνικά » Γερμανικά

άντρο [ˈandrɔ] SUBST ουδ

1. άντρο (σπηλιά):

άντρο
Höhle θηλ

2. άντρο μτφ (κακοποιών):

άντρο
Schlupfwinkel αρσ

ιγμόρειο (άντρο) [iˈɣmɔriɔ (ˈandrɔ)] SUBST ουδ

ιγμόρειο (άντρο)
ιγμόρειο (άντρο)
Sinus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский