Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντρίκειος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντρίκει|ος <-α, -ο> [anˈdricɔs] ΕΠΊΘ

1. αντρίκειος (γυναίκα, ντύσιμο):

αντρίκειος

2. αντρίκειος (φέρσιμο):

αντρίκειος

3. αντρίκειος (γενναίος):

αντρίκειος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский