Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιτάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αντ|ιτάσσω <-έταξα, -ιτάχτηκα> [andiˈtasɔ] VERB μεταβ

αντιτάσσω
αντιτάσσω βέτο

II . αντιτάσσομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με αντιτάσσω

αντιτάσσω βέτο
ασκώ/αντιτάσσω βέτο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский