Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ασκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [asˈkɔ] VERB μεταβ

1. ασκώ (γυμνάζω):

ασκώ

II . ασκούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский