Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιδρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιδρ|ώ <-άς, -άσα> [andiˈðrɔ] VERB αμετάβ

1. αντιδρώ (αντενεργώ):

αντιδρώ σε
reagieren auf +αιτ

2. αντιδρώ (εναντιώνομαι):

αντιδρώ σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με αντιδρώ

αντιδρώ σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский