Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίδωρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίδωρο [anˈdiðɔrɔ] SUBST ουδ

1. αντίδωρο (δώρο):

αντίδωρο
Gegengeschenk ουδ

2. αντίδωρο ΘΡΗΣΚ:

αντίδωρο
Hostie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский