Ελληνικά » Γερμανικά

αντεγγύησ|η <-εις> [andɛɲˈɟiisi] SUBST θηλ ΝΟΜ

αντιφασιστής [andifasisˈtis], αντιφασίστας [andifaˈsistas] SUBST αρσ, αντιφασίστρια [andifaˈsistria] SUBST θηλ

τριτεγγυητής (τριτεγγυήτρια) [tritɛɲɟiiˈtis, tritɛɲɟiˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αντεγκλήσεις [andɛŋˈglisis] SUBST θηλ πλ

εγγυητής (εγγυήτρια) [ɛɲɟiiˈtis, ɛɲɟiˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εγγυητικό [ɛɲɟiitiˈkɔ] SUBST ουδ

αντενέργεια [andɛˈnɛrjia] SUBST θηλ

1. αντενέργεια (αντίδραση):

Reaktion θηλ

2. αντενέργεια (αντίθετη επίδραση):

Gegenwirkung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский