Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανερμάτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανερμάτιστ|ος <-η, -ο> [anɛrˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

1. ανερμάτιστος (πλοίο):

ανερμάτιστος

2. ανερμάτιστος μτφ (άστατος):

ανερμάτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский