Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|έρχομαι <-ήλθα> [aˈnɛrxɔmɛ]

1. ανέρχομαι (επαγγελματικά, κοινωνικά):

ανέρχομαι

2. ανέρχομαι (φτάνω σ' εκείνο που επιδίωκα):

ανέρχομαι σε
gelangen zu +δοτ

ιδιωτισμοί:

ανέρχομαι σε

Παραδειγματικές φράσεις με ανέρχομαι

ανέρχομαι στην εξουσία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский