Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανεπιθύμητος , επιθυμητός , ανεπιτήρητος και ανεπιτυχής

επιθυμητ|ός <-ή, -ό> [ɛpiθimiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. επιθυμητός (επισκέπτης):

2. επιθυμητός (αποτέλεσμα, συμπεριφορά):

3. επιθυμητός (γυναίκα, άντρας):

ανεπιτήρητ|ος <-η, -ο> [anɛpiˈtiritɔs] ΕΠΊΘ

ανεπιτυχ|ής <-ής, -ές> [anɛpitiˈçis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский