Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιθυμητός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιθυμητ|ός <-ή, -ό> [ɛpiθimiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. επιθυμητός (επισκέπτης):

επιθυμητός

2. επιθυμητός (αποτέλεσμα, συμπεριφορά):

επιθυμητός

3. επιθυμητός (γυναίκα, άντρας):

επιθυμητός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский