Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπίτρεπτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπίτρεπτο [anɛˈpitrɛptɔ] SUBST ουδ

ανεπίτρεπτο

Παραδειγματικές φράσεις με ανεπίτρεπτο

είναι ανεπίτρεπτο να ανοίγεικαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский