Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεξιθρησκία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεξιθρησκία [anɛksiθrisˈcia] SUBST θηλ

1. ανεξιθρησκία (ανεκτική στάση):

ανεξιθρησκία

2. ανεξιθρησκία ΝΟΜ (συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα):

ανεξιθρησκία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский