Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναχαίτιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναχαίτισ|η <-εις> [anaˈçɛtisi] SUBST θηλ

1. αναχαίτιση (πληθωρισμού):

αναχαίτιση
Dämpfung θηλ

2. αναχαίτιση (εχθρού):

αναχαίτιση

3. αναχαίτιση ΨΥΧ:

αναχαίτιση
Hemmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский