Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφωνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφων|ώ <-είς, -ησα> [anafɔˈnɔ] VERB μεταβ

1. αναφωνώ (από τρόμο, θυμό):

αναφωνώ

2. αναφωνώ (από χαρά):

αναφωνώ από χαρά

Παραδειγματικές φράσεις με αναφωνώ

αναφωνώ από χαρά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский