Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ασέρνω <-έσυρα, -ασύρθηκα, -ασυρμένος> [anaˈsɛrnɔ] VERB μεταβ

1. ανασέρνω (τραβάω έξω):

ανασέρνω

2. ανασέρνω (τραβάω πάνω):

ανασέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский