Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασκαλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανασκαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [anaskaˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. ανασκαλεύω (έδαφος):

ανασκαλεύω

2. ανασκαλεύω (φωτιά):

ανασκαλεύω

3. ανασκαλεύω μτφ (παλιές φιλονικίες):

ανασκαλεύω
ανασκαλεύω το παρελθόν

II . ανασκαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [anaskaˈlɛvɔ] VERB αμετάβ (σκαλίζω: σε συρτάρι, στα σκουπίδια)

ανασκαλεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ανασκαλεύω

ανασκαλεύω το παρελθόν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский