Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναζητώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναζητ|ώ <-άς, -ησα> [anaziˈtɔ] VERB μεταβ

1. αναζητώ (γυρεύω):

αναζητώ

2. αναζητώ (επιθυμώ ζωηρά):

αναζητώ κάτι
sich αιτ nach etw sehnen

Παραδειγματικές φράσεις με αναζητώ

αναζητώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский