Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναζωογονητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναζωογονητικ|ός <-ή, -ό> [anazɔɔɣɔnitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναζωογονητικός ΙΑΤΡ:

αναζωογονητικός
Wiederbelebungs-

2. αναζωογονητικός μτφ:

αναζωογονητικός
belebend, Wiederbelebungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский