Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανήφορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανήφορος [aˈnifɔrɔs] SUBST αρσ

2. ανήφορος μτφ (πορεία γεμάτη δυσκολίες):

ανήφορος
steiniger Weg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский