Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάκλησ|η <-εις> [aˈnaklisi] SUBST θηλ

1. ανάκληση (πρόσκληση για επιστροφή):

ανάκληση
Rückberufung θηλ

2. ανάκληση (από αξίωμα, πρεσβευτών κτλ):

ανάκληση
Abberufung θηλ

3. ανάκληση (ακύρωση):

ανάκληση
Widerrufung θηλ

4. ανάκληση (στη μνήμη):

ανάκληση
Rückruf αρσ

5. ανάκληση Η/Υ (δεδομένων):

ανάκληση
Abruf αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάκληση

πτωχευτική ανάκληση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский