Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφιλεγόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφιλεγόμεν|ος <-η, -ο> [aɱfilɛˈɣɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αμφιλεγόμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский