Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφίπλευρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφίπλευρ|ος <-η, -ο> [aɱˈfiplɛvrɔs] ΕΠΊΘ

1. αμφίπλευρος (με δύο πλευρές):

αμφίπλευρος

2. αμφίπλευρος (σχέση):

αμφίπλευρος

3. αμφίπλευρος (ερμηνεία):

αμφίπλευρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский