Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφίκυρτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφίκυρτ|ος <-η, -ο> [aɱˈficirtɔs] ΕΠΊΘ (φακός)

αμφίκυρτος
αμφίκυρτος φακός
bikonvexe Linse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αμφίκυρτος

αμφίκυρτος φακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский