Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμεταβίβαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμεταβίβαστ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈvivastɔs] ΕΠΊΘ (δικαίωμα)

αμεταβίβαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский