Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμεστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμεστ|ος [ˈamɛstɔs], αμέστωτ|ος [aˈmɛstɔtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ και μτφ

άμεστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский