Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμάθητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμάθητ|ος [aˈmaθitɔs], άμαθ|ος [ˈamaθɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. αμάθητος (άπειρος):

αμάθητος

2. αμάθητος (ασυνήθιστος σε κάποια δουλειά):

αμάθητος

Παραδειγματικές φράσεις με αμάθητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский