Ελληνικά » Γερμανικά

αλλεργικ|ός <-ή, -ό> [alɛrjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αλλεργιογόνο [alɛrjiɔˈɣɔnɔ] SUBST ουδ

αρσενικό [arsɛniˈkɔ] SUBST ουδ

1. αρσενικό ΧΗΜ:

Arsenik ουδ

2. αρσενικό (αρσενικό ζώο):

Männchen ουδ

αλλεργιογόν|ος <-α, -ο> [alɛrjiɔˈɣɔnɔs]

αλλεργιολόγος [alɛrjiɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

αλλεργιολογικ|ός <-ή, -ό> [alɛrjiɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский