Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νικέλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νίκελ [ˈnicɛl] SUBST ουδ αμετάβλ, νικέλιο [niˈcɛliɔ] SUBST ουδ

Nickel ουδ
θειικό νικέλιο
Nickelsulfat ουδ
θειούχο νικέλιο
Nickelsulfid ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με νικέλιο

θειικό νικέλιο
θειούχο νικέλιο
αλλεργία στο νικέλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский