Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακριβολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακριβολόγ|ος <-α [ή -ος], -ο> [akrivɔˈlɔɣɔs] ΕΠΊΘ

1. ακριβολόγος (στο λόγο του):

ακριβολόγος
είμαι ακριβολόγος

2. ακριβολόγος (για άνθρωπο: με υπερβολική ακρίβεια):

ακριβολόγος

Παραδειγματικές φράσεις με ακριβολόγος

είμαι ακριβολόγος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский