ακρίβεια2 [aˈkrivia] SUBST θηλ
1. ακρίβεια (ρολογιού, μετάφρασης):
-
ακρίβεια
-
Genauigkeit θηλ
-
με μαθηματική ακρίβεια
-
Präzisionsgerät ουδ
2. ακρίβεια (επιμέλεια):
-
ακρίβεια
-
Sorgfalt θηλ
3. ακρίβεια (για χαρακτήρα: στην ώρα):
-
ακρίβεια
-
Pünktlichkeit θηλ