Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακριβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ακριβ|αίνω <-υνα> [akriˈvɛnɔ] VERB μεταβ (αυξάνω την τιμή)

ακριβαίνω κάτι

II . ακριβ|αίνω <-υνα> [akriˈvɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ακριβότερος)

ακριβαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με ακριβαίνω

ακριβαίνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский