Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακομμάτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακομμάτιστ|ος <-η, -ο> [akɔˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

1. ακομμάτιστος (ξένος προς τα κόμματα):

ακομμάτιστος

2. ακομμάτιστος (αμερόληπτος):

ακομμάτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский