Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακινησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακινησία [aciniˈsia] SUBST θηλ

1. ακινησία (κατάσταση του ακινήτου):

ακινησία

2. ακινησία ΕΜΠΌΡ:

ακινησία
Stagnation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский