Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακήρυκτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακήρυχτ|ος [aˈcirixtɔs], ακήρυκτ|ος [aˈciriktɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ακήρυχτος (γενικά):

2. ακήρυχτος (πόλεμος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский