Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακινητώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακινητ|ώ <-είς> [aciniˈtɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

ακινητώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский