Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένυδρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένυδρ|ος <-η, -ο> [ˈɛniðrɔs] ΕΠΊΘ

1. ένυδρος (υδρόβιος):

ένυδρος
Wasser-
Wasserpflanze θηλ

2. ένυδρος ΧΗΜ:

ένυδρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский