Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενυδάτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενυδάτωσ|η <-εις> [ɛniˈðatɔsi] SUBST θηλ

1. ενυδάτωση (γενικά):

ενυδάτωση
Befeuchtung θηλ

2. ενυδάτωση ΧΗΜ:

ενυδάτωση
Hydratation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский