Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άφωνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άφων|ος <-η, -ο> [ˈafɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. άφωνος (βουβός, που δε λέει τίποτα):

άφωνος

2. άφωνος (από έκπληξη):

άφωνος
μένω άφωνος

3. άφωνος (σύμφωνο):

άφωνος

Παραδειγματικές φράσεις με άφωνος

απομένω άφωνος
μένω άφωνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский