Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφώτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφώτιστ|ος <-η, -ο> [aˈfɔtistɔs] ΕΠΊΘ

1. αφώτιστος (που δε φωτίζεται):

αφώτιστος

2. αφώτιστος μτφ (απληροφόρητος):

αφώτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский