Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτεχνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτεχν|ος <-η, -ο> [ˈatɛxnɔs] ΕΠΊΘ

1. άτεχνος (έργο):

άτεχνος

2. άτεχνος (άνθρωπος):

άτεχνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский