Ελληνικά » Γερμανικά

άπλετ|ος <-η, -ο> [ˈaplɛtɔs] ΕΠΊΘ (φως, φωτισμός)

άπλετος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский