Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απιστώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απιστ|ώ <-είς, -ησα> [apisˈtɔ] VERB αμετάβ

1. απιστώ (δυσπιστώ):

απιστώ σε κάτι

2. απιστώ (παραβαίνω τη συζυγική πίστη):

απιστώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский