Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απλήρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απλήρωτ|ος <-η, -ο> [aˈplirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. απλήρωτος (που δεν πληρώθηκε):

απλήρωτος

2. απλήρωτος (θέση: ελεύθερη):

απλήρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский