Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμαξα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμαξα [ˈamaksa] SUBST θηλ

1. άμαξα (ιππήλατο όχημα):

άμαξα
Kutsche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский