Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμάν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμάν [aˈman] ΕΠΙΦΏΝ (έκφραση φόβου, θαυμασμού, αγανάκτησης)

Παραδειγματικές φράσεις με αμάν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский