Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Verjährung , verjähren , verjagen και verjährt

verjagen VERB μεταβ (auch Gedanken, Sorgen)

verjähren [fɛɐˈjɛːrən] VERB αμετάβ +sein ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский