Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „schludern“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

schludern [ˈʃluːdɐn] VERB αμετάβ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Brand und die ausgedehnten Löscharbeiten der Feuerwehr hatten die Räume in ein Chaos verwandelt, was es den Mitarbeitern erleichterte, in größerem Umfang zu ‚schludern‘.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schludern" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский